λάτρα

λάτρα
η
η καθαριότητα, η φροντίδα για το συγύρισμα του σπιτιού: Κάθε χρόνο πριν από τις γιορτές ασχολούνταν με τη λάτρα του σπιτιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λάτρα — η 1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία 2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα» νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού… …   Dictionary of Greek

  • Kos — Gemeinde Kos Δήμος Κω …   Deutsch Wikipedia

  • Kós — Dieser Artikel behandelt die griechische Insel Kos. Für weitere Bedeutungen siehe die Begriffsklärung Kos Kos Gewässer Mittelmeer Inselgruppe Dodekanes …   Deutsch Wikipedia

  • αλάτρευτος — η, ο 1. αυτός που δεν λατρεύεται ή δεν έχει λατρευτεί 2. που δεν βρίσκει στοργή ή που δεν τήν αξίζει 3. που δεν τού έγινε η κατάλληλη περιποίηση ή λάτρα 4. αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατρευτός < λατρεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”